- διασίδι
- τό1) текст, основа; 2) полотно; холст;
§ βάζω διασίδι — поднимать паруса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ βάζω διασίδι — поднимать паруса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασίδι — και διάσιμο, το 1. στημόνι αργαλειού 2. πανί που υφαίνεται στον αργαλειό 3. η υφαντική εργασία … Dictionary of Greek
διασίδι — το 1. νήμα που περνιέται στον αργαλειό, για να χρησιμέψει ως στημόνι. 2. το πανί, το ύφασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)